- πυροδοτικός
- -ή, -ό, Ν [πυροδοτώ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυροδότη ή στην πυροδότηση ή αυτός με τον οποίο γίνεται πυροδότηση (α. «πυροδοτική θρυαλλίδα» β. «πυροδοτικός μηχανισμός»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυροδοτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυροδότηση ή τον πυροδότη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)